- τεντιμποϊσμός
- Αγγλικός όρος που καθιερώθηκε από νέους (teddy-boys) της Αγγλίας οι οποίοι, για να αντιδράσουν στο κατεστημένο, εμφανίστηκαν το 1949 με ενδυμασίες της εποχής του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ’. Ο τ. είναι ειδική αντικοινωνική εκδήλωση, της εφηβικής κυρίως ηλικίας. Εκδηλώνεται με την αναίδεια, τη θρασύτητα και την προκλητικότητα απέναντι στους άλλους ανθρώπους και μπορεί να συνοδεύεται από σωματικές βλάβες ή φθορές σε ξένη περιουσία. Πολλοί τον θεωρούν ως εξωτερίκευση της αντίθεσης των νέων απέναντι στους μεγαλύτερους και στην κοινωνία που εκπροσωπούν.
* * *ο, Νβλ. τεντυμποϊσμός.
Dictionary of Greek. 2013.